- μετοχικόν
- μετοχικόςrelating to a partnershipmasc acc sgμετοχικόςrelating to a partnershipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετοχικός — ή, ό (ΑΜ μετοχικός, ή, όν) [μετοχή] 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή νεοελλ. 1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός… … Dictionary of Greek